διασφηκούμαι

διασφηκούμαι
διασφηκοῡμαι (-όομαι) (Α)
1. γίνομαι σαν σφήκα, σφίγγομαι στη μέση («εἶτα θαυμάζει μ' ὁρῶν μέσον διεσφηκωμένον»)
2. δένω σφιχτά («θῶρα κυβερνητῆρα διεσφήκωσε χαλινῷ» — έδεσε σφιχτά με χαλινάρι το άγριο ζώο, το δεμένο στο αμάξι).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”